ἄνανδρα

ἄνανδρα
ἄνανδρος
husbandless
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • MURES — inter animalia, Lege veteri immunca, quod, praeter causas, quae cuivis sese offerunt, inutile et noxium est hoc animal, ac typus eorum, qui dicunt. Nos numerus sumus et fruges consumere nati. Cyrillus contra Iul. l. 9. γαλῆ καὶ μῦς γράφουσι πῶς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κακίζω — (AM κακίζω) [κακός] κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τόν κακίζουν λόγω τής συμπεριφοράς του») μσν. οργίζομαι, κακιώνω αρχ. 1. κάνω κάποιον δειλό 2. φέρομαι άνανδρα 3. φρ. «κακίζομαι τύχη» βλάπτομαι μόνο από την τύχη …   Dictionary of Greek

  • κακόσπλαγχνος — κακόσπλαγχνος, ον (Α) μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος. επίρρ... κακοσπλάγχνως (Μ) άνανδρα, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ σπλαγχνος, θρασύ σπλαγχνος] …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”